«Μάλιστα Κύριε.», είπα τελικά. O ήχος της πόρτας που έκλεινε διέκοψε για λίγο τη σιωπή και μετά τα πάντα βυθίστηκαν στο ημίφως. «Βγάλε το παλτό σου», είπε η φωνή και εγώ έμεινα για μια στιγμή ακόμα μετέωρη, αλλά υπάκουσα. Οι ρώγες μου είχαν ήδη σηκωθεί και ένιωσα ένα ρίγος να με διαπερνά.
«Πλησίασε.», διέταξε. Έκανα δυο βήματα προς το μέρος του και αισθάνθηκα τη μοναδική δέσμη φωτός που υπήρχε στο δωμάτιο να χτυπαει απευθείας πάνω μου. Σηκώθηκε και με κοίταξε με βλέμμα εξεταστικό. Πέρασε τα χέρια του πάνω στο σώμα μου. Ξεκίνησε από τον λαιμό και κατέβηκε στο στήθος και μετά στην κοιλιά και τα πόδια μου. Το άγγιγμά του ήταν σχεδόν διαδικαστικό. Ήταν απλά σαν να τσέκαρε ότι όλα ήταν εντάξει και δεν ένιωσα πόθο από τη μεριά του, αλλά ούτε και διάθεση να με εξιτάρει. Ωστόσο, εγώ ήδη πονούσα από τη διέγερση.
Με μια απότομη κίνηση, με κατέβασε στα τέσσερα. Πριν προλάβω να καταλάβω τι συνέβαινε, πέρασε χειροπέδες στα χέρια μου, πολύ σφιχτά, τόσο που δεν μπορούσα να κουνηθώ πια. Με ένα μικρό κομμάτι σχοινί ένιωσα να δένει επιδέξια τους αστραγάλους μου. «Τώρα θα καταλάβεις τι θα πει πραγματικά αδρεναλίνη.», είπε και προχώρησε προς το μπάνιο. Άκουσα νερό να τρέχει και μετά από λίγο την πόρτα του δωματίου να ανοίγει και να κλείνει. Είχε φύγει και με είχε αφήσει ακινητοποιημένη. Το αίμα στις φλέβες του λαιμού μου ακουγόταν μέσα στην ησυχία και ο φόβος είχε θρονιαστεί για τα καλά στο μυαλό μου.
Θα επέστρεφε; Μήπως με είχε φωνάξει μόνο για να με ταπεινώσει με αυτό τον τρόπο και να εξαφανιστεί; Πώς θα μπορούσα να απελευθερωθώ; Είχα ήδη αφήσει μήνυμα σε κάποια φίλη μου ότι αν δεν επικοινωνούσα σε συγκεκριμένη ώρα θα έπρεπε να με αναζητήσει στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο. Αλλά αυτό το ραντεβού ήταν σε περίπου δύο ώρες. Ο ιδρώτας μου έτρεχε και με είχε πιάσει ταχυπαλμία. Προσπάθησα να κουνηθώ, αλλά ήταν όλα τόσο σφιχτά που ήταν αδύνατο.
Έκλεισα τα μάτια. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ σε κάτι άλλο, να σκεφτώ οτιδήποτε από την κατάσταση στην οποία ήμουν. Για λίγο βρέθηκα σε μια καλοκαιρινή παραλία κάτω από τον καυτό ήλιο. Γαλάζια θάλασσα, κολυμπούσα για ώρα. Ήταν σαν σε όνειρο.
Τότε άκουσα το κλειδί να γυρνάει στην πόρτα. Δε μίλησε. Μόνο ήρθε, μου έλυσε τους αστραγάλους, κάθησε στην άκρη του κρεββατιού και έβγαλε έξω το πέος του. Μου τσίμπησε τις ρώγες τόσο που σχεδόν φώναξα. Σηκώθηκε και με διέταξε να ανοίξω το στόμα. Το έκανα. Ακούμπησε λίγο την άκρη στα χείλια μου. Προσπάθησα να το πάρω στο στόμα μου, αλλά έκανε ένα νεύμα άρνησης. «Από εδώ και στο εξής θα πρέπει να αποδεικνύεις ότι το αξίζεις. Δεν έχεις δικαίωμα πάνω μου. Αντίθετα, εγώ έχω το δικαίωμα να σου κάνω ότι θελήσω. Κατάλαβες;»
«Μάλιστα, Κύριε.», είπα.